θαυματουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαυματουργός | η | θαυματουργή | το | θαυματουργό |
| γενική | του | θαυματουργού | της | θαυματουργής | του | θαυματουργού |
| αιτιατική | τον | θαυματουργό | τη | θαυματουργή | το | θαυματουργό |
| κλητική | θαυματουργέ | θαυματουργή | θαυματουργό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαυματουργοί | οι | θαυματουργές | τα | θαυματουργά |
| γενική | των | θαυματουργών | των | θαυματουργών | των | θαυματουργών |
| αιτιατική | τους | θαυματουργούς | τις | θαυματουργές | τα | θαυματουργά |
| κλητική | θαυματουργοί | θαυματουργές | θαυματουργά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θαυματουργός < αρχαία ελληνική θαυματουργός < θαῦμα + -ουργός (< ἔργο)
Επίθετο
θαυματουργός -ή -ό
- που κάνει θαύματα
- θαυματουργή εικόνα
- που έχει εντυπωσιακά ευεργετικά αποτελέσματα
- θαυματουργό φάρμακο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
θαυματουργός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.