date

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
date dates

Ουσιαστικό

date (en)

  1. η ημερομηνία
    What is the date (today)?
    Τι ημερομηνία έχουμε σήμερα;
  2. το ραντεβού, ερωτική συνάντηση
    He confessed his love to her on the first date.
    Της εξομολογήθηκε τον ερωτά του από το πρώτο ραντεβού.
  3. (φρούτο) ο χουρμάς

Ρήμα

ενεστώτας date
γ΄ ενικό ενεστώτα dates
αόριστος dated
παθητική μετοχή dated
ενεργητική μετοχή dating

date (en)

  1. (μεταβατικό) αναγράφω την ημερομηνία
    Make sure you have printed your name clearly, sign, and date at the end.
    Βεβαιωθείτε ότι το ονοματεπώνυμό σας έχει γραφεί ευκρινώς, υπογράψτε και αναγράψτε την ημερομηνία στο τέλος.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) τα φτιάχνω με κάποιον, το να βγαίνει κανείς ραντεβού
    He dated a good girl.
    Τα ΄φτιαξε μ΄ ένα καλό κορίτσι.
    I am dating a girl.
    Βγάζω ραντεβού μια κοπέλα.
     συνώνυμα: go out

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
date dates

Προφορά

 
ομόηχο: datte

Ουσιαστικό

date (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.