ηλιοκεντρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιοκεντρικός η ηλιοκεντρική το ηλιοκεντρικό
      γενική του ηλιοκεντρικού της ηλιοκεντρικής του ηλιοκεντρικού
    αιτιατική τον ηλιοκεντρικό την ηλιοκεντρική το ηλιοκεντρικό
     κλητική ηλιοκεντρικέ ηλιοκεντρική ηλιοκεντρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιοκεντρικοί οι ηλιοκεντρικές τα ηλιοκεντρικά
      γενική των ηλιοκεντρικών των ηλιοκεντρικών των ηλιοκεντρικών
    αιτιατική τους ηλιοκεντρικούς τις ηλιοκεντρικές τα ηλιοκεντρικά
     κλητική ηλιοκεντρικοί ηλιοκεντρικές ηλιοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηλιοκεντρικός < ηλιο- + κεντρικός < διαγλωσσική ορολογία helio-, centr- < αρχαία ελληνική ἥλιος + κέντρον [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.li.o.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλιοκεντρικός

Επίθετο

ηλιοκεντρικός

  • (αστρονομία) που θεωρεί τον ήλιο κέντρο ενός συστήματος ουράνιων σωμάτων
    ηλιοκεντρικό σύστημα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ήλιος και κέντρο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.