ηλιοκεντρικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηλιοκεντρικά < ηλιοκεντρικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.li.o.cen.dɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐κε‐ντρι‐κά
Μεταφράσεις
ηλιοκεντρικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ηλιοκεντρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ηλιοκεντρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.