γεωκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεωκεντρικός | η | γεωκεντρική | το | γεωκεντρικό |
| γενική | του | γεωκεντρικού | της | γεωκεντρικής | του | γεωκεντρικού |
| αιτιατική | τον | γεωκεντρικό | τη | γεωκεντρική | το | γεωκεντρικό |
| κλητική | γεωκεντρικέ | γεωκεντρική | γεωκεντρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεωκεντρικοί | οι | γεωκεντρικές | τα | γεωκεντρικά |
| γενική | των | γεωκεντρικών | των | γεωκεντρικών | των | γεωκεντρικών |
| αιτιατική | τους | γεωκεντρικούς | τις | γεωκεντρικές | τα | γεωκεντρικά |
| κλητική | γεωκεντρικοί | γεωκεντρικές | γεωκεντρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γεωκεντρικός < γεω- + κεντρικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géocentrique < αρχαία ελληνική γεω- (γῆ) + κέντρον [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.o.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
γεωκεντρικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη θεώρηση της Γης ως κέντρου του κόσμου
- ↪ Οι γεωκεντρικές αντιλήψεις της αρχαιότητας υποχώρησαν μετά την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου.
Μεταφράσεις
γεωκεντρικός
- γεωκεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.