φρεσκάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φρεσκάδα | οι | φρεσκάδες |
| γενική | της | φρεσκάδας | των | φρεσκάδων |
| αιτιατική | τη | φρεσκάδα | τις | φρεσκάδες |
| κλητική | φρεσκάδα | φρεσκάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φρεσκάδα θηλυκό
- η αίσθηση του φρέσκου, η ζωτικότητα, η νεανικότητα, η σφριγηλότητα, η δροσερότητα
Συγγενικά
- φρεσκαδούρα
- φρέσκος
- φρέσκο
- φρεσκάρισμα
- φρεσκάρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.