φρεσκάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρεσκάδα οι φρεσκάδες
      γενική της φρεσκάδας των φρεσκάδων
    αιτιατική τη φρεσκάδα τις φρεσκάδες
     κλητική φρεσκάδα φρεσκάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρεσκάδα < φρέσκος + -άδα (κατά το λιακάδα

Ουσιαστικό

φρεσκάδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.