φτώχια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτώχια | οι | φτώχιες |
| γενική | της | φτώχιας | των | φτωχιών |
| αιτιατική | τη | φτώχια | τις | φτώχιες |
| κλητική | φτώχια | φτώχιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτώχια < φτωχός
Ουσιαστικό
φτώχια και φτώχεια θηλυκό
- η έλλειψη πλούτου, χρημάτων και υλικών αγαθών
- μεγάλωσε μέσα στη φτώχια, δεν είχε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, αλλά ήταν ευτυχισμένος
- Εγώ είμ' εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος, εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί (Κ. Παλαμάς)
- (μεταφορικά) η έλλειψη πνευματικών αγαθών
- πνευματική φτώχια
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη φτωχός
Σύνθετα
→ δείτε τη λέξη φτωχός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.