φτώχια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτώχια οι φτώχιες
      γενική της φτώχιας των φτωχιών
    αιτιατική τη φτώχια τις φτώχιες
     κλητική φτώχια φτώχιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτώχια < φτωχός

Ουσιαστικό

φτώχια και φτώχεια θηλυκό

  1. η έλλειψη πλούτου, χρημάτων και υλικών αγαθών
    μεγάλωσε μέσα στη φτώχια, δεν είχε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, αλλά ήταν ευτυχισμένος
    Εγώ είμ' εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος, εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί (Κ. Παλαμάς)
  2. (μεταφορικά) η έλλειψη πνευματικών αγαθών
    πνευματική φτώχια

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  φτωχός

Σύνθετα

 δείτε τη λέξη  φτωχός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.