ζίλια
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ζίλια ουδέτερο (δεν συνηθίζεται στον ενικό)
- (μουσικό όργανο) δύο μικρές μεταλλικές καστανιέτες, κρόταλα χορευτή / χορεύτριας
- ※ ...η Φλώρα η πεντάμορφη, η Αντριώτισσα, η ασικλού... Που χόρευε πάνω στο πάλκο τσάμικο... Πώπαιζε τα ζίλια και στριφογύριζε το ντέφι στον αέρα (Γιάννης Σκαρίμπας, πεζό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αναφορές
- ζίλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.