αναβιβασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναβιβασμός οι αναβιβασμοί
      γενική του αναβιβασμού των αναβιβασμών
    αιτιατική τον αναβιβασμό τους αναβιβασμούς
     κλητική αναβιβασμέ αναβιβασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβιβασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναβιβασμός < αρχαία ελληνική ἀναβιβάζω < ἀνά + βιβάζω

Ουσιαστικό

αναβιβασμός αρσενικό

  1. (παρωχημένο) (λόγιο) ανέβασμα
  2. (παρωχημένο) (λόγιο) άνοδος
  3. (παρωχημένο) (λόγιο) αναβίβαση
  4. (γραμματική) το ανέβασμα, η μετακίνηση του τόνου μιας λέξης σε κάποια από τις προηγούμενες συλλαβές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.