εὐ-

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

εὐ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εὐ- < εὖ

Πρόθημα

εὐ- και εὔ-

  • χρησιμοποιείται στο σχηματισμό λέξεων που δηλώνουν κάτι καλό
    εὐαγγελία (καλή είδηση)
    εὔκοιλος (που έχει μεγάλη κοιλιά)

Αντώνυμα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα εὐ- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα εὔ- στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εὐ- < εὖ

Πρόθημα

εὐ- και εὔ-

Αντώνυμα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα εὐ- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα εὔ- στο Βικιλεξικό
  • πάνω από 2.400 Λέξεις εὐ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.