ἀτυχής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀτυχής | τὸ | ἀτυχές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀτυχοῦς | τοῦ | ἀτυχοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀτυχεῖ | τῷ | ἀτυχεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀτυχῆ | τὸ | ἀτυχές | ||
| κλητική ὦ! | ἀτυχές | ἀτυχές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀτυχεῖς | τὰ | ἀτυχῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀτυχῶν | τῶν | ἀτυχῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀτυχέσῐ(ν) | τοῖς | ἀτυχέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀτυχεῖς | τὰ | ἀτυχῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀτυχεῖς | ἀτυχῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀτυχεῖ | τὼ | ἀτυχεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀτυχοῖν | τοῖν | ἀτυχοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Παράγωγα
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- ἀτυχῶς
Αναφορές
- ατυχής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀτυχής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτυχής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.