ευθύβολος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθύβολος η ευθύβολη το ευθύβολο
      γενική του ευθύβολου της ευθύβολης του ευθύβολου
    αιτιατική τον ευθύβολο την ευθύβολη το ευθύβολο
     κλητική ευθύβολε ευθύβολη ευθύβολο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθύβολοι οι ευθύβολες τα ευθύβολα
      γενική των ευθύβολων των ευθύβολων των ευθύβολων
    αιτιατική τους ευθύβολους τις ευθύβολες τα ευθύβολα
     κλητική ευθύβολοι ευθύβολες ευθύβολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευθύβολος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐθύβολος <  δείτε  αρχαία ελληνική εὐθύς + βάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε ευθύ- + -βολος

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈfθi.vo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευθύβολος

Επίθετο

ευθύβολος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.