εφελκίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εφελκίδα | οι | εφελκίδες |
| γενική | της | εφελκίδας | των | εφελκίδων |
| αιτιατική | την | εφελκίδα | τις | εφελκίδες |
| κλητική | εφελκίδα | εφελκίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφελκίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκίς από την αιτιατική «τήν ἐφελκίδα»[1] < ἐπί (εφ-) + ἕλκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *selk-
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.felˈci.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φελ‐κί‐δα
Ουσιαστικό
εφελκίδα θηλυκό
Αναφορές
- εφελκίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.