εφελκίς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εφελκίς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκίς < ἐπί (ἐφ-) + ἕλκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *selk-
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.felˈcis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φελ‐κίς
Ουσιαστικό
εφελκίς θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐφελκίς)
- (ιατρική, λόγιο μονοτονική γραφή του ἐφελκίς (καθαρεύουσα), η εφελκίδα
Μεταφράσεις
εφελκίς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.