ἐφελκίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐφελκίς αἱ ἐφελκίδες
      γενική τῆς ἐφελκίδος τῶν ἐφελκίδων
      δοτική τῇ ἐφελκίδ ταῖς ἐφελκίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐφελκίδ τὰς ἐφελκίδᾰς
     κλητική ! ἐφελκίς* ἐφελκίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφελκίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐφελκίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐφελκίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐφέλκω (ρήμα). Μορφολογικά αναλύεται σε ἐφ- + ἕλκ(ος) (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *selk-) + -ίς

Ουσιαστικό

ἐφελκίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.