ἐφελκίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐφελκίς | αἱ | ἐφελκίδες | ||||
| γενική | τῆς | ἐφελκίδος | τῶν | ἐφελκίδων | ||||
| δοτική | τῇ | ἐφελκίδῐ | ταῖς | ἐφελκίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐφελκίδᾰ | τὰς | ἐφελκίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἐφελκίς* | ἐφελκίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐφελκίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐφελκίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐφελκίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐφέλκω (ρήμα). Μορφολογικά αναλύεται σε ἐφ- + ἕλκ(ος) (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *selk-) + -ίς
Πηγές
- ἐφελκίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.