εσχάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εσχάρα | οι | εσχάρες |
| γενική | της | εσχάρας | — | |
| αιτιατική | την | εσχάρα | τις | εσχάρες |
| κλητική | εσχάρα | εσχάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εσχάρα < αρχαία ελληνική ἐσχάρα
Ουσιαστικό
εσχάρα θηλυκό
Μεταφράσεις
εσχάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.