εφελκυσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εφελκυσμός | οι | εφελκυσμοί |
| γενική | του | εφελκυσμού | των | εφελκυσμών |
| αιτιατική | τον | εφελκυσμό | τους | εφελκυσμούς |
| κλητική | εφελκυσμέ | εφελκυσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δύο τεχνικοί που πραγματοποιούν δοκιμές εφελκυσμού σε νέα κράματα αεροσκάφους. Χρησιμοποιούνται μηχανές εφελκυσμού για την υποβολή δειγμάτων υλικών σε ελεγχόμενη τάση μέχρι την αστοχία. Δύο μέγγενες ασκούν πίεση σε ένα δείγμα τραβώντας το, τεντώνοντας το δείγμα μέχρι να σπάσει. Η μέγιστη καταπόνηση που αντέχει πριν από τη θραύση είναι η απόλυτη αντοχή του σε εφελκυσμό. Στην επιστήμη των υλικών, τέτοιες δοκιμές χρησιμοποιούνται για την επιλογή ενός υλικού για μια εφαρμογή, για ποιοτικό έλεγχο και για την πρόβλεψη του πώς ένα υλικό θα αντιδράσει υπό άλλους τύπους δυνάμεων.
Ετυμολογία
- εφελκυσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκυσμός[1] < ἐφέλκω < ἕλκω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική traction
Ουσιαστικό
εφελκυσμός αρσενικό
- (μηχανική) η άσκηση δύο ισοδύναμων αλλά αντίρροπων δυνάμεων πάνω σ' ένα σώμα, που τείνουν να οδηγήσουν στο τέντωμά του
Αναφορές
- εφελκυσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.