ἕλκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἑλκεσ-
ονομαστική τὸ ἕλκος τὰ ἕλκη - ἕλκε
      γενική τοῦ ἕλκους - ἕλκεος τῶν ἑλκῶν - ἑλκέων
      δοτική τῷ ἕλκει - ἕλκεῐ̈ τοῖς ἕλκεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕλκος τὰ ἕλκη - ἕλκεα
     κλητική ! ἕλκος ἕλκη - ἕλκεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕλκει - ἕλκεε
γεν-δοτ τοῖν  ἑλκοῖν - ἑλκέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἕλκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁elḱ-os (ἕλκος)

Ουσιαστικό

ἕλκος

  1. τραύμα, πληγή
  2. (ιατρική) έλκωση, έλκος
  3. ακρωτηριασμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.