ευμενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευμενής | η | ευμενής | το | ευμενές |
| γενική | του | ευμενούς* | της | ευμενούς | του | ευμενούς |
| αιτιατική | τον | ευμενή | την | ευμενή | το | ευμενές |
| κλητική | ευμενή(ς) | ευμενής | ευμενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευμενείς | οι | ευμενείς | τα | ευμενή |
| γενική | των | ευμενών | των | ευμενών | των | ευμενών |
| αιτιατική | τους | ευμενείς | τις | ευμενείς | τα | ευμενή |
| κλητική | ευμενείς | ευμενείς | ευμενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευμενής < αρχαία ελληνική εὐμενής
Επίθετο
ευμενής, -ής, -ές
Συγγενικά
- εξευμενίζω
- εξευμενισμός
- ευμένεια
- Ευμενίδες
- ευμενώς
- → δείτε τις λέξεις ευ και μένος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.