εὐμενής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐμενής τὸ εὐμενές οἱ, αἱ εὐμενεῖς τὰ εὐμεν
Γενική τοῦ, τῆς εὐμενοῦς τοῦ εὐμενοῦς τῶν εὐμενῶν τῶν εὐμενῶν
Δοτική τῷ, τῇ εὐμενεῖ τῷ εὐμενεῖ τοῖς, ταῖς εὐμενέσι(ν) τοῖς εὐμενέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐμεν τὸ εὐμενές τοὺς, τὰς εὐμενεῖς τὰ εὐμεν
Κλητική εὐμενές εὐμενές εὐμενεῖς εὐμεν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐμενεῖ
Γενική-Δοτική εὐμενοῖν

Ετυμολογία

εὐμενής < εὖ + μένος + -ής

Επίθετο

εὐμενής, -ής, -ές

  1. ευμενής
  2. ευνοϊκός
  3. φιλικός
  4. ευεργετικός
  5. ήπιος, μαλακός
  6. εύκολος
εὐμενέστερος
εὐμενέστατος
εὐμενῶς
εὐμενέστερον/εὐμενεστέρως
εὐμενέστατα/εὐμενεστάτως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.