μένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μένος τα μένη
      γενική του μένους των μενών
    αιτιατική το μένος τα μένη
     κλητική μένος μένη
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Αρχαίος πληθυντικός μένεα στη φράση πνέα μένεα.
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μένος

Ουσιαστικό

μένος ουδέτερο

  • επιθετική ορμή που συνοδεύεται συχνά από οργή, μανία
    οι οπαδοί του γηπεδούχου επιτέθηκαν με μένος εναντίον του διαιτητή

Σημειώσεις

Οι τύποι του πληθυντικού χρησιμοποιούνται σπάνια στη σημερινή γλώσσα. Χρησιμοποιείται ο λόγιος τύπος μένεα μόνο στην έκφραση πνέω μένεα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.