έγκριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έγκριση | οι | εγκρίσεις |
| γενική | της | έγκρισης* | των | εγκρίσεων |
| αιτιατική | την | έγκριση | τις | εγκρίσεις |
| κλητική | έγκριση | εγκρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έγκριση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγκρι(σις) + -ση < ἐγκρίνω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε έγ- + κρίση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκρι‐ση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐κρι‐ση
Ουσιαστικό
έγκριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκρίνω· η επίσημη ή ανεπίσημη, προφορική ή γραπτή, αποδοχή και συμφωνία ενός αρμόδιου (ατόμου, υπηρεσίας, αρχής) για τις μελλοντικές ενέργειες κάποιου που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του
- ↪ οι γονείς έδωσαν την έγκρισή τους για το γάμο της ανήλικης κόρης τους
- ↪ μόλις πήρα στα χέρια μου την έγκριση της τράπεζας και τρέχω να βγάλω τα υπόλοιπα χαρτιά για το δάνειο
Μεταφράσεις
έγκριση
|
Αναφορές
- έγκριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.