εξευμενισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξευμενισμός οι εξευμενισμοί
      γενική του εξευμενισμού των εξευμενισμών
    αιτιατική τον εξευμενισμό τους εξευμενισμούς
     κλητική εξευμενισμέ εξευμενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξευμενισμός < (ελληνιστική κοινή) ἐξευμενισμός

Ουσιαστικό

εξευμενισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.