ευκατάστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκατάστατος η ευκατάστατη το ευκατάστατο
      γενική του ευκατάστατου της ευκατάστατης του ευκατάστατου
    αιτιατική τον ευκατάστατο την ευκατάστατη το ευκατάστατο
     κλητική ευκατάστατε ευκατάστατη ευκατάστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκατάστατοι οι ευκατάστατες τα ευκατάστατα
      γενική των ευκατάστατων των ευκατάστατων των ευκατάστατων
    αιτιατική τους ευκατάστατους τις ευκατάστατες τα ευκατάστατα
     κλητική ευκατάστατοι ευκατάστατες ευκατάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευκατάστατος < (ελληνιστική κοινή) εὐκατάστατος < αρχαία ελληνική καθίστημι < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-

Επίθετο

ευκατάστατος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.