ετικετάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ετικετάρισμα τα ετικεταρίσματα
      γενική του ετικεταρίσματος των ετικεταρισμάτων
    αιτιατική το ετικετάρισμα τα ετικεταρίσματα
     κλητική ετικετάρισμα ετικεταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετικετάρισμα < ετικετάρω + -ισμα < ετικέτα < ιταλική etichetta < γαλλική étiquette < étiquette < μέση γαλλική estiquette < παλαιά γαλλική estiquette, < φραγκική *stikkan < πρωτογερμανική *stikaną / *stikōną *staikijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stig- / *steyg-

Ουσιαστικό

ετικετάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.