ταμπέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταμπέλα οι ταμπέλες
      γενική της ταμπέλας των ταμπελών
    αιτιατική την ταμπέλα τις ταμπέλες
     κλητική ταμπέλα ταμπέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταμπέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tabella

Ουσιαστικό

ταμπέλα θηλυκό

  1. μεταλλικό, πλαστικό ή ξύλινο επίπεδο φύλλο συνήθως στηριζόμενο με έναν ή δύο στύλους που έχει σήμα ή σύνθημα
  2. (μεταφορικά) στερεότυπος χαρακτηρισμός
    μού 'βαλαν την ταμπέλα του τεμπέλη

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.