ταμπέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταμπέλα | οι | ταμπέλες |
| γενική | της | ταμπέλας | των | ταμπελών |
| αιτιατική | την | ταμπέλα | τις | ταμπέλες |
| κλητική | ταμπέλα | ταμπέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταμπέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tabella
Ουσιαστικό
ταμπέλα θηλυκό
- μεταλλικό, πλαστικό ή ξύλινο επίπεδο φύλλο συνήθως στηριζόμενο με έναν ή δύο στύλους που έχει σήμα ή σύνθημα
- (μεταφορικά) στερεότυπος χαρακτηρισμός
- μού 'βαλαν την ταμπέλα του τεμπέλη
Παράγωγα
- ταμπελάκι
- ταμπελίτσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.