étiquette

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

étiquette < (κληρονομημένο) μέση γαλλική estiquette < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική estiquette, < φραγκική *stikkan < πρωτογερμανική *stikaną / *stikōną}} *staikijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stig- / *steyg-

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
étiquette étiquettes

étiquette (fr) θηλυκό

  1. η ετικέτα
  2. το σύνολο κανόνων καλής συμπεριφοράς, πρωτόκολλο συμπεριφοράς, η εθιμοτυπία

Σύνθετα

  • nétiquette

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.