ερυθρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ερυθρά < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ερυθρός < αρχαία ελληνική ἐρυθρός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rubéole)
εξανθήματα ερυθράς

Ουσιαστικό

ερυθρά θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ερυθρά

  1. (λόγιο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ερυθρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ερυθρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.