ανερυθρίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανερυθρίαστος | η | ανερυθρίαστη | το | ανερυθρίαστο |
| γενική | του | ανερυθρίαστου | της | ανερυθρίαστης | του | ανερυθρίαστου |
| αιτιατική | τον | ανερυθρίαστο | την | ανερυθρίαστη | το | ανερυθρίαστο |
| κλητική | ανερυθρίαστε | ανερυθρίαστη | ανερυθρίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανερυθρίαστοι | οι | ανερυθρίαστες | τα | ανερυθρίαστα |
| γενική | των | ανερυθρίαστων | των | ανερυθρίαστων | των | ανερυθρίαστων |
| αιτιατική | τους | ανερυθρίαστους | τις | ανερυθρίαστες | τα | ανερυθρίαστα |
| κλητική | ανερυθρίαστοι | ανερυθρίαστες | ανερυθρίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανερυθρίαστος, -η, -ο
- αυτός που δεν κοκκινίζει από την ντροπή του
- ανερυθρίαστη μιλούσε για τα λάθη της
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανερυθρίαστα
Μεταφράσεις
ανερυθρίαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.