ερυθρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερυθρότητα οι ερυθρότητες
      γενική της ερυθρότητας των ερυθροτήτων
    αιτιατική την ερυθρότητα τις ερυθρότητες
     κλητική ερυθρότητα ερυθρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερυθρότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ερυθρότητα θηλυκό

  • κοκκίνισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.