ερυθρίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερυθρίαση | οι | ερυθριάσεις |
| γενική | της | ερυθρίασης* | των | ερυθριάσεων |
| αιτιατική | την | ερυθρίαση | τις | ερυθριάσεις |
| κλητική | ερυθρίαση | ερυθριάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ερυθριάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερυθρίαση < αρχαία ελληνική ἐρυθρίασις
Ουσιαστικό
ερυθρίαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ερυθριάζω
- (ιατρική) κοκκίνισμα στην επιδερμίδα του προσώπου, που προκαλείται από παθολογικά ή άλλα αίτια
- κοκκίνισμα στην επιδερμίδα του προσώπου, που προκαλείται κάποιο έντονο συναίσθημα (π.χ. αισχύνη) ή λόγω έντονης προσπάθειας / ζορίσματος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ερυθρίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.