ἐρυθρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ἐρῠθρο-
ονομαστική ἐρυθρός ἐρυθρᾱ́ τὸ ἐρυθρόν
      γενική τοῦ ἐρυθροῦ τῆς ἐρυθρᾶς τοῦ ἐρυθροῦ
      δοτική τῷ ἐρυθρ τῇ ἐρυθρ τῷ ἐρυθρ
    αιτιατική τὸν ἐρυθρόν τὴν ἐρυθρᾱ́ν τὸ ἐρυθρόν
     κλητική ! ἐρυθρέ ἐρυθρᾱ́ ἐρυθρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐρυθροί αἱ ἐρυθραί τὰ ἐρυθρᾰ́
      γενική τῶν ἐρυθρῶν τῶν ἐρυθρῶν τῶν ἐρυθρῶν
      δοτική τοῖς ἐρυθροῖς ταῖς ἐρυθραῖς τοῖς ἐρυθροῖς
    αιτιατική τοὺς ἐρυθρούς τὰς ἐρυθρᾱ́ς τὰ ἐρυθρᾰ́
     κλητική ! ἐρυθροί ἐρυθραί ἐρυθρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρυθρώ τὼ ἐρυθρᾱ́ τὼ ἐρυθρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐρυθροῖν τοῖν ἐρυθραῖν τοῖν ἐρυθροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐρυθρός < ἐρεύθω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ἐρυθρός, -ά, -όν

Εκφράσεις

  • Ἐρυθρὰ θάλασσα (στον Ηρόδοτο: Ἐρυθρὴ θάλασσα)

Παράγωγα

  • ἐρυθρώτερος, ἐρυθρώτατος  δείτε και τις λέξεις ἐρυθρότερος και ἐρυθρότατος
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

  • ἐρυθρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐρυθρο- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.