ερυθρό αιμοσφαίριο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ερυθρό αιμοσφαίριο < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική red blood cell  δείτε τις λέξεις ερυθρός και αιμοσφαίριο

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾiˈθɾo emoˈsfeɾio/

Πολυλεκτικός όρος

ερυθρό αιμοσφαίριο ουδέτερο

  • (βιολογία, ιατρική) κύτταρο που βρίσκεται στο αίμα και μεταφέρει οξυγόνο στα κύτταρα του οργανισμού. Δίνει το χαρακτηριστικό ερυθρό του χρώμα στο αίμα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.