ερπετό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερπετό τα ερπετά
      γενική του ερπετού των ερπετών
    αιτιατική το ερπετό τα ερπετά
     κλητική ερπετό ερπετά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερπετό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑρπετόν

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾ.pe'to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερπετό

Ουσιαστικό

ερπετό ουδέτερο

  1. (ζωολογία) ζώο της ομοταξίας τετράποδων σπονδυλωτών τα οποία κινούνται έρποντας, διότι τα μέλη τους έχουν ατροφήσει ή λείπουν, έχουν κυμαινόμενη θερμοκρασία σώματος, πνευμονική αναπνοή και δέρμα που καλύπτεται από λέπια
    η σαύρα είναι ερπετό
  2. (μεταφορικά, υβριστικά) για άνθρωπο ύπουλο ή κόλακα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.