έρπης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | έρπης (→έρπητας) |
οι | έρπητες |
| γενική | του | έρπητος & έρπητα |
των | ερπήτων |
| αιτιατική | τον | έρπη & έρπητα |
τους | έρπητες |
| κλητική | έρπη & έρπης |
έρπητες | ||
| Δείτε και την κλίση έρπητας, χωρίς τους λόγιους τύπους. | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έρπης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπης < ἕρπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serp- (έρπω)
Ουσιαστικό
έρπης αρσενικό
- (ιατρική) ασθένεια του δέρματος που εκδηλώνεται με εμφάνιση εξανθημάτων και ερυθρότητα του δέρματος
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
