έρπης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έρπης
(έρπητας)
οι έρπητες
      γενική του έρπητος
& έρπητα
των ερπήτων
    αιτιατική τον έρπη
& έρπητα
τους έρπητες
     κλητική έρπη
& έρπης
έρπητες
Δείτε και την κλίση έρπητας, χωρίς τους λόγιους τύπους.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έρπης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπης < ἕρπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serp- (έρπω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɾ.pis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρπης
έρπης στα χείλη

Ουσιαστικό

έρπης αρσενικό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.