ερπετολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερπετολογία | οι | ερπετολογίες |
| γενική | της | ερπετολογίας | των | ερπετολογιών |
| αιτιατική | την | ερπετολογία | τις | ερπετολογίες |
| κλητική | ερπετολογία | ερπετολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
ερπετολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.