εραλδική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εραλδική | ||
| γενική | της | εραλδικής | ||
| αιτιατική | την | εραλδική | ||
| κλητική | εραλδική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εραλδική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εραλδικός
Ουσιαστικό
εραλδική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η συστηματική μελέτη των οικοσήμων και, γενικά, των οικογενειακών θυρεών και εμβλημάτων των ευγενών
Συγγενικά
-
εραλδική στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
εραλδική
|
Πηγές
- εραλδική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.