εραλδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εραλδικός | η | εραλδική | το | εραλδικό |
| γενική | του | εραλδικού | της | εραλδικής | του | εραλδικού |
| αιτιατική | τον | εραλδικό | την | εραλδική | το | εραλδικό |
| κλητική | εραλδικέ | εραλδική | εραλδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εραλδικοί | οι | εραλδικές | τα | εραλδικά |
| γενική | των | εραλδικών | των | εραλδικών | των | εραλδικών |
| αιτιατική | τους | εραλδικούς | τις | εραλδικές | τα | εραλδικά |
| κλητική | εραλδικοί | εραλδικές | εραλδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εραλδικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική héraldique[1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εραλδικός
|
Αναφορές
- εραλδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.