εραλδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εραλδικός η εραλδική το εραλδικό
      γενική του εραλδικού της εραλδικής του εραλδικού
    αιτιατική τον εραλδικό την εραλδική το εραλδικό
     κλητική εραλδικέ εραλδική εραλδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εραλδικοί οι εραλδικές τα εραλδικά
      γενική των εραλδικών των εραλδικών των εραλδικών
    αιτιατική τους εραλδικούς τις εραλδικές τα εραλδικά
     κλητική εραλδικοί εραλδικές εραλδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εραλδικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική héraldique[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

εραλδικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.