οικοσημολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοσημολογία οι οικοσημολογίες
      γενική της οικοσημολογίας των οικοσημολογιών
    αιτιατική την οικοσημολογία τις οικοσημολογίες
     κλητική οικοσημολογία οικοσημολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοσημολογία < οικόσημ(ο) + -ο- + -λογία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.si.mo.loˈʝi.a/

Ουσιαστικό

οικοσημολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.