οικοσημολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικοσημολογία | οι | οικοσημολογίες |
| γενική | της | οικοσημολογίας | των | οικοσημολογιών |
| αιτιατική | την | οικοσημολογία | τις | οικοσημολογίες |
| κλητική | οικοσημολογία | οικοσημολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικοσημολογία < οικόσημ(ο) + -ο- + -λογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ko.si.mo.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
οικοσημολογία θηλυκό
- η ενασχόληση που έχει ως αντικείμενο τη συγκέντρωση, μελέτη και ανάλυση των οικόσημων των αριστοκρατικών οικογενειών
Μεταφράσεις
οικοσημολογία
|
|
Πηγές
- οικοσημολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.