heraldry

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

heraldry (en)

  1. η εραλδική, η θυρεολογία, η οικοσημολογία
  2. (μεταφορικά) η λαμπρή, η πομπώδης τελετή• όμως και η ζωηρή, παρδαλή, ενθουσιώδης, πολύχρωμη τελετή

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.