héraldique

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

héraldique < μεσαιωνική λατινική heraldicus < heraldus

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ʁal.dik/

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
héraldique héraldiques

héraldique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

ornement héraldique - διάκοσμος των οικοσήμων

Ουσιαστικό

héraldique (fr) θηλυκό

un livre d'héraldique - ένα βιβλίο οικοσημολογίας, που περιγράφει τα οικόσημα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.