επιτελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιτελικός | η | επιτελική | το | επιτελικό |
| γενική | του | επιτελικού | της | επιτελικής | του | επιτελικού |
| αιτιατική | τον | επιτελικό | την | επιτελική | το | επιτελικό |
| κλητική | επιτελικέ | επιτελική | επιτελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιτελικοί | οι | επιτελικές | τα | επιτελικά |
| γενική | των | επιτελικών | των | επιτελικών | των | επιτελικών |
| αιτιατική | τους | επιτελικούς | τις | επιτελικές | τα | επιτελικά |
| κλητική | επιτελικοί | επιτελικές | επιτελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιτελικός < επιτελ(ής) + -ικός < επι- + αρχαία ελληνική τέλος (ανώτατη εξουσία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.te.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τε‐λι‐κός
Επίθετο
επιτελικός -η -ο
- ο σχετικός με το επιτελείο
- επιτελικό σχέδιο
- (ειδικότερα) σχετικός με στρατιωτικό επιτελείο
- (μεταφορικά) που έχει υψηλή θέση στην ιεραρχία οργάνωσης ή επιχείρισης
- επιτελικό στέλεχος
- (στο ποδόσφαιρο) μέσος με επιθετικό ρόλο, ο οποίος αγωνίζεται πίσω από τους επιθετικούς και έχει ως ρόλο τη μεταβίβαση της μπάλας προς αυτούς ώστε να επιτύχουν τέρμα.
Μεταφράσεις
επιτελικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.