επιτελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιτελής | οι | επιτελείς |
| γενική | του | επιτελή | των | επιτελών |
| αιτιατική | τον | επιτελή | τους | επιτελείς |
| κλητική | επιτελή | επιτελείς | ||
| Κατηγορία όπως «επιτελής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
επιτελής αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) αξιωματικός του επιτελείου
- (μεταφορικά) βασικός συνεργάτης επιχείρησης, οργανισμού κ.α.
Συγγενικά
- επιτελείο
- επιτελικός
- → και δείτε τις λέξεις τελώ και τέλος
Σύνθετα
Μεταφράσεις
επιτελής
|
|
Αναφορές
- επιτελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ἐπιτελής» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Για τα νέα ελληνικά, ως ουσιαστικό.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.