επιμήκυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμήκυνση οι επιμηκύνσεις
      γενική της επιμήκυνσης* των επιμηκύνσεων
    αιτιατική την επιμήκυνση τις επιμηκύνσεις
     κλητική επιμήκυνση επιμηκύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμηκύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιμήκυνση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επιμήκυνση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιμηκύνω, η επέκταση ενός χρονικού διαστήματος ή της διάρκειας κάτι
    επιμήκυνση του χρέους - αφορά την παράταση διορίας αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων, η προθεσμία χάριτος εξόφλησης των τόκων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.