ἐπιμήκης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ἐπιμηκεσ-
ονομαστική / ἐπιμήκης τὸ ἐπίμηκες
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιμήκους τοῦ ἐπιμήκους
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιμήκει τῷ ἐπιμήκει
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπιμήκη τὸ ἐπίμηκες
     κλητική ! ἐπίμηκες ἐπίμηκες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπιμήκεις τὰ ἐπιμήκη
      γενική τῶν ἐπιμήκων τῶν ἐπιμήκων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιμήκεσ(ν) τοῖς ἐπιμήκεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιμήκεις τὰ ἐπιμήκη
     κλητική ! ἐπιμήκεις ἐπιμήκη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιμήκει τὼ ἐπιμήκει
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιμήκοιν τοῖν ἐπιμήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐπιμήκης < ἐπι- + μῆκ(ος) + -ης

Επίθετο

ἐπιμήκης, -ης, ἐπίμηκες, συγκριτικός:ἐπιμηκέστερος, υπερθετικός: ἐπιμηκέστατος/(ἐπιμήκιστος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.