επιμηκύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιμηκύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιμηκύνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.miˈci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐μη‐κύ‐νω
Ρήμα
επιμηκύνω, πρτ.: επιμήκυνα, αόρ.: επιμήκυνα, παθ.φωνή: επιμηκύνομαι, π.αόρ.: επιμηκύνθηκα
- αυξάνω το μέγεθος ενός σώματος, το κάνω πιο μακρύ
- αυξάνω ένα χρονικό διάστημα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιμηκύνω | επιμήκυνα | θα επιμηκύνω | να επιμηκύνω | επιμηκύνοντας | |
| β' ενικ. | επιμηκύνεις | επιμήκυνες | θα επιμηκύνεις | να επιμηκύνεις | επιμήκυνε | |
| γ' ενικ. | επιμηκύνει | επιμήκυνε | θα επιμηκύνει | να επιμηκύνει | ||
| α' πληθ. | επιμηκύνουμε | επιμηκύναμε | θα επιμηκύνουμε | να επιμηκύνουμε | ||
| β' πληθ. | επιμηκύνετε | επιμηκύνατε | θα επιμηκύνετε | να επιμηκύνετε | επιμηκύνετε | |
| γ' πληθ. | επιμηκύνουν(ε) | επιμήκυναν επιμηκύναν(ε) |
θα επιμηκύνουν(ε) | να επιμηκύνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιμήκυνα | θα επιμηκύνω | να επιμηκύνω | επιμηκύνει | ||
| β' ενικ. | επιμήκυνες | θα επιμηκύνεις | να επιμηκύνεις | επιμήκυνε | ||
| γ' ενικ. | επιμήκυνε | θα επιμηκύνει | να επιμηκύνει | |||
| α' πληθ. | επιμηκύναμε | θα επιμηκύνουμε | να επιμηκύνουμε | |||
| β' πληθ. | επιμηκύνατε | θα επιμηκύνετε | να επιμηκύνετε | επιμηκύντε | ||
| γ' πληθ. | επιμήκυναν επιμηκύναν(ε) |
θα επιμηκύνουν(ε) | να επιμηκύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιμηκύνει | είχα επιμηκύνει | θα έχω επιμηκύνει | να έχω επιμηκύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιμηκύνει | είχες επιμηκύνει | θα έχεις επιμηκύνει | να έχεις επιμηκύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιμηκύνει | είχε επιμηκύνει | θα έχει επιμηκύνει | να έχει επιμηκύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιμηκύνει | είχαμε επιμηκύνει | θα έχουμε επιμηκύνει | να έχουμε επιμηκύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιμηκύνει | είχατε επιμηκύνει | θα έχετε επιμηκύνει | να έχετε επιμηκύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιμηκύνει | είχαν επιμηκύνει | θα έχουν επιμηκύνει | να έχουν επιμηκύνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιμηκύνομαι | επιμηκυνόμουν(α) | θα επιμηκύνομαι | να επιμηκύνομαι | ||
| β' ενικ. | επιμηκύνεσαι | επιμηκυνόσουν(α) | θα επιμηκύνεσαι | να επιμηκύνεσαι | (επιμηκύνου) | |
| γ' ενικ. | επιμηκύνεται | επιμηκυνόταν(ε) | θα επιμηκύνεται | να επιμηκύνεται | ||
| α' πληθ. | επιμηκυνόμαστε | επιμηκυνόμαστε επιμηκυνόμασταν |
θα επιμηκυνόμαστε | να επιμηκυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | επιμηκύνεστε | επιμηκυνόσαστε επιμηκυνόσασταν |
θα επιμηκύνεστε | να επιμηκύνεστε | (επιμηκύνεστε) | |
| γ' πληθ. | επιμηκύνονται | επιμηκύνονταν επιμηκυνόντουσαν |
θα επιμηκύνονται | να επιμηκύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιμηκύνθηκα | θα επιμηκυνθώ | να επιμηκυνθώ | επιμηκυνθεί | ||
| β' ενικ. | επιμηκύνθηκες | θα επιμηκυνθείς | να επιμηκυνθείς | επιμηκύνσου | ||
| γ' ενικ. | επιμηκύνθηκε | θα επιμηκυνθεί | να επιμηκυνθεί | |||
| α' πληθ. | επιμηκυνθήκαμε | θα επιμηκυνθούμε | να επιμηκυνθούμε | |||
| β' πληθ. | επιμηκυνθήκατε | θα επιμηκυνθείτε | να επιμηκυνθείτε | επιμηκυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | επιμηκύνθηκαν επιμηκυνθήκαν(ε) |
θα επιμηκυνθούν(ε) | να επιμηκυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιμηκυνθεί | είχα επιμηκυνθεί | θα έχω επιμηκυνθεί | να έχω επιμηκυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις επιμηκυνθεί | είχες επιμηκυνθεί | θα έχεις επιμηκυνθεί | να έχεις επιμηκυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιμηκυνθεί | είχε επιμηκυνθεί | θα έχει επιμηκυνθεί | να έχει επιμηκυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιμηκυνθεί | είχαμε επιμηκυνθεί | θα έχουμε επιμηκυνθεί | να έχουμε επιμηκυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιμηκυνθεί | είχατε επιμηκυνθεί | θα έχετε επιμηκυνθεί | να έχετε επιμηκυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιμηκυνθεί | είχαν επιμηκυνθεί | θα έχουν επιμηκυνθεί | να έχουν επιμηκυνθεί | ||
Πηγές
- επιμηκύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.