επιμετρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιμετρώ < αρχαία ελληνική ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ
Συγγενικά
- επιμέτρηση
- επιμετρητής
- → δείτε τις λέξεις επί και μέτρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιμετρώ | επιμετρούσα | θα επιμετρώ | να επιμετρώ | επιμετρώντας | |
| β' ενικ. | επιμετρείς | επιμετρούσες | θα επιμετρείς | να επιμετρείς | (επιμέτρει) | |
| γ' ενικ. | επιμετρεί | επιμετρούσε | θα επιμετρεί | να επιμετρεί | ||
| α' πληθ. | επιμετρούμε | επιμετρούσαμε | θα επιμετρούμε | να επιμετρούμε | ||
| β' πληθ. | επιμετρείτε | επιμετρούσατε | θα επιμετρείτε | να επιμετρείτε | επιμετρείτε | |
| γ' πληθ. | επιμετρούν(ε) | επιμετρούσαν(ε) | θα επιμετρούν(ε) | να επιμετρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιμέτρησα | θα επιμετρήσω | να επιμετρήσω | επιμετρήσει | ||
| β' ενικ. | επιμέτρησες | θα επιμετρήσεις | να επιμετρήσεις | επιμέτρησε | ||
| γ' ενικ. | επιμέτρησε | θα επιμετρήσει | να επιμετρήσει | |||
| α' πληθ. | επιμετρήσαμε | θα επιμετρήσουμε | να επιμετρήσουμε | |||
| β' πληθ. | επιμετρήσατε | θα επιμετρήσετε | να επιμετρήσετε | επιμετρήστε | ||
| γ' πληθ. | επιμέτρησαν επιμετρήσαν(ε) |
θα επιμετρήσουν(ε) | να επιμετρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιμετρήσει | είχα επιμετρήσει | θα έχω επιμετρήσει | να έχω επιμετρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιμετρήσει | είχες επιμετρήσει | θα έχεις επιμετρήσει | να έχεις επιμετρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιμετρήσει | είχε επιμετρήσει | θα έχει επιμετρήσει | να έχει επιμετρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιμετρήσει | είχαμε επιμετρήσει | θα έχουμε επιμετρήσει | να έχουμε επιμετρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιμετρήσει | είχατε επιμετρήσει | θα έχετε επιμετρήσει | να έχετε επιμετρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιμετρήσει | είχαν επιμετρήσει | θα έχουν επιμετρήσει | να έχουν επιμετρήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.