επιμετρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιμετρώ < αρχαία ελληνική ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ

Ρήμα

επιμετρώ (παθητική φωνή: επιμετρούμαι / επιμετρώμαι / επιμετριέμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.