επιμετρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιμετρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιμετρώ
  2. θα επιμετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιμετρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιμετρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιμέτρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.