επίστεψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίστεψη | οι | επιστέψεις |
| γενική | της | επίστεψης* | των | επιστέψεων |
| αιτιατική | την | επίστεψη | τις | επιστέψεις |
| κλητική | επίστεψη | επιστέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιστέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίστεψη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπίστε(ψις) (από το 1898 [1]) + -ψη < ἐπί + στέψις
Ουσιαστικό
επίστεψη θηλυκό
- η στέψη της κεφαλής ή μιας κορυφής (με στεφάνι)
- η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή ενός έργου
- (αρχιτεκτονική) (αρχαιολογία) κατασκεύασμα στην κορυφή οικοδομήματος ή κατασκευής
- ≈ συνώνυμα: επικρανίτιδα
- (οπλισμός, παρωχημένο) η τοποθέτηση απλού σωλήνα πυροβόλου με συμπίεση μέσα σε άλλο μεταλλικό στοιχείο, του «κρατύσματος ή χιτωνίου» [2]
Αναφορές
- σελ. 401, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.