επιστέψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιστέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιστέφω
  2. θα επιστέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιστέφω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιστέψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίστεψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.